a

LinkedIn

Twitter

Copyright 2019 PCV - LLC .
All Rights Reserved.

Πρωτόγνωρη και πρωτοφανής από την ίδρυση του, η απόφαση ημερομηνίας 28/08/2020 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Καταχρηστική κρίθηκε η συμπεριφορά του Γενικού Εισαγγελέα όσον αφορά ανάκληση απόφασης αναστολής ποινικής διαδικασίας σε υπόθεση ιατρικής αμέλειας. Πρωτόγνωρη και πρωτοφανής από την ίδρυση του, η απόφαση ημερομηνίας 28/08/2020 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 Το ιστορικό της υπόθεσης. Η υπόθεση στηρίχθηκε στη βάση δύο κατηγοριών· κατά την πρώτη ο κατηγορούμενος, χειρουργός ιατρός, κατηγορήθηκε ότι μεταξύ των ημερομηνιών 17/8/2010 και 14/09/2010 στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, έθεσε σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή ή ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσει σωματική βλάβη σε άλλο, διότι ενέργησε με αλόγιστο, βεβιασμένο και αμελή τρόπο κατά τη χειρουργική εγχείρηση και μετεγχειρητική θεραπεία του Ιωάννη Γεωργιάδη κατά παράβαση του άρθρου 236(ε) και 235 του Ποινικού Κώδικα ,ενώ σύμφωνα με την δεύτερη κατηγορήθηκε ότι προκάλεσε το θάνατο στον Ιωάννη Γεωργιάδη με απερίσκεπτη και αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και χωρίς πρόθεση, κατά παράβαση των άρθρων 210 και 213 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.

Η διαδικασία. Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ο κ. Μάριος Χριστοφόρου, δικηγόρος του κατηγορουμένου, κατόπιν επιστολής που είχε αποστείλει προς τον Γενικό Εισαγγελέα στις 14/01/2020 με αίτημα την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, έλαβε επιστολή απόφασης αναστολής της ποινικής δίωξης του κατηγορουμένου από τον Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 20/02/2020. Η εν λόγω επιστολή κοινοποιήθηκε και στην Εισαγγελέα της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας.

Εντούτοις, επτά ημέρες αργότερα, ήτοι στις 27/02/2020, που υπόθεση ήταν ορισμένη για συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας, η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δεν ζήτησε την διακοπή της υπόθεσης εναντίον του κατηγορουμένου ένεκα της απόφασης αναστολής, αλλά επεσήμανε ότι είχε λάβει προφορικές οδηγίες, διά τηλεφωνικής επικοινωνίας από τη Νομική Υπηρεσία για συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας. Μάλιστα, δεν αμφισβήτησε την απόφαση της αναστολής, αλλά και το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση περί αναστολής της ποινικής διαδικασίας κοινοποιήθηκε τόσο στον δικηγόρο του κατηγορουμένου, κ. Μάριο Χριστοφόρου, όσο και στην κατηγορούσα αρχή. Επί τούτου, ο κ. Χριστοφόρου τόνισε ότι η συμπεριφορά ήταν άνευ προηγουμένου εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής και επιφυλάχθηκε ότι σε κατοπινό στάδιο θα ήγειρε ζήτημα κατάχρησης και δίκαιης δίκης. Επιπρόσθετα, διερωτήθηκε ποίος έδωσε οδηγίες για συνέχιση της διαδικασίας καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα.

Παρά ταύτα, η ακρόαση συνεχίστηκε. Σε μεταγενέστερη δικάσιμο και προτού ολοκληρωθεί η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, το Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο με δεδομένη την απόφαση της αναστολής, η προφορική ανάκληση αυτής συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Εν άλλοις λόγοις, κατά πόσο η συνέχιση της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου μετά από την ανάκληση της αναστολής είναι καταχρηστική.

Το Σεβαστό Δικαστήριο κάλεσε τους ευπαίδευτους συνηγόρους να παραθέσουν τις θέσεις τους επί του ζητήματος αυτού. Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην εξουσία του Δικαστηρίου να εγείρει ζήτημα κατάχρησης αυτεπάγγελτα, η οποία πρέπει να ασκείται κατ’ εξαίρεση και με φειδώ όταν διαπιστώνεται ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα επηρεάσει δυσμενώς τον κατηγορούμενο. Παραδέχθηκε επίσης, ότι η αποστολή της επιστολής ήταν ένα λάθος και σημείωσε ότι δυνάμει του άρθρου 113.2 του Συντάγματος, η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία είναι απεριόριστη, ενώ η ανάκληση της απόφασης αναστολής δεν συνιστά κατάχρηση, διότι παρόλο που κοινοποιήθηκε, δεν χρησιμοποιήθηκε, ώστε να διακοπεί η υπόθεση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 154 Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Ο κ. Χριστοφόρου, εκ διαμέτρου αντίθετος υποστήριξε ότι η απόφαση αναστολής δόθηκε γραπτώς, άνευ όρων και χωρίς ουδεμία επιφύλαξη χωρίς οιαδήποτε γραπτή ανάκληση της κοινοποιημένης δεόντως στον κατηγορούμενο.. Τόνισε ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 113.2 του Συντάγματος και του άρθρου 154(1) του Κεφ. 155 σωρευτικά οδηγούν, δεδομένων των περιστατικών σε απαλλαγή του κατηγορουμένου, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, η συνέχιση της διαδικασίας θα αποτελούσε κατάχρηση εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής.

Η κρίση του Δικαστηρίου. Το Σεβαστό Δικαστήριο κατά την παράθεση της συλλογιστικής του πορείας, επισήμανε ότι το συγκεκριμένο ζήτημα είναι πρωτόγνωρο για τα Κυπριακά Δικαστήρια εκ της ιδρύσεως τους. Σημείωσε επιπλέον, ότι ο κατηγορούμενος βασίστηκε στις αδιαμφισβήτητα γραπτές διαβεβαιώσεις του Γενικού Εισαγγελέα περί αναστολής της ποινικής διαδικασίας και βρέθηκε προ απροόπτου στο Δικαστήριο την 27η Φεβρουαρίου 2020, τη στιγμή που η κατηγορούσα αρχή ανέφερε ότι θα συνέχισε τη διαδικασία βάσει προφορικών οδηγιών που είχε λάβει. Η συνέχιση της διαδικασίας μετά την ανάκληση της απόφασης αναστολής κατέστη άδικη για τον κατηγορούμενο, ενώ παράλληλα, σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, έχει αυταπόδεικτες δυσμενείς συνέπειες – χρονοβόρα, ψυχοφθόρα και δαπανηρή-, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα διαπράχθηκαν το 2010 και η ποινική δίωξη καταχωρίστηκε για πρώτη φορά το 2017.

Περαιτέρω, το Σεβαστό Δικαστήριο τόνισε ότι έχει καθήκον και εξουσία να ρυθμίζει την ενώπιον του διαδικασία αναφορικά τόσο με την απόφαση αναστολής, όσο και με την απόφαση ανάκλησης της αναστολής της ποινικής διαδικασίας. Διαφορετικά, η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα θα ήταν απόλυτη και ανεξέλεγκτη όσον αφορά το ζήτημα αυτό. Η κατηγορούσα αρχή είχε το βάρος απόδειξης των εξαιρετικών περιστάσεων που επισυνέβησαν μεταξύ της απόφασης αναστολής και της ανακλήσεως αυτής. Εντούτοις, αναφέρθηκε μόνο σε λάθος, δίχως να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις για την αλλαγή στάσης της.

Κατάληξη. Το Σεβαστό Δικαστήριο κατέληξε ότι το σοβαρό αυτό λάθος προσβάλει το αίσθημα δικαιοσύνης και ευπρέπειας του Δικαστηρίου, ενώ σημείωσε περίτρανα ότι ρόλος του Δικαστηρίου είναι η διασφάλιση του κύρους της ποινικής διαδικασίας και της δικαιοσύνης εν συνόλω στην αντίληψη του κοινού.

Ως εκ τούτου, η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας κρίθηκε ως καταχρηστική της δικαστικής διαδικασίας και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε.

Την υπόθεση χειρίστηκε ο κ. Μάριος Χριστοφόρου εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου Πελαγίας, Χριστοδούλου, Βράχας Δ.Ε.Π.Ε.